χιονέα

χιονέα
η, Ν
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων βραχύκερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chionea].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιονέα — χιονέᾱ , χιόνεος snowy fem nom/voc/acc dual χιονέᾱ , χιόνεος snowy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονέας — χιονέᾱς , χιόνεος snowy fem acc pl χιονέᾱς , χιόνεος snowy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιόνεος — έα, ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.) αρχ. αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”